- ἔζησα
- ζάωaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζω — έζησα 1. βρίσκομαι στη ζωή: Ζούσε ο παππούς μου, όταν γεννήθηκα εγώ. 2. έχω την ικανότητα να διατηρηθώ στη ζωή: Στη στεριά δε ζει το ψάρι. – Τα λιοντάρια ζουν στις θερμές χώρες. 3. συντηρώ κάποιον ή συντηρούμαι: Δεν μπορεί να ζήσει τα παιδιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔζησ' — ἔζησα , ζάω aor ind act 1st sg ἔζησε , ζάω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζω — (AM ζῶ, άω και ήω Α και ζώω και κρητ. τ. δώω) 1. (για έμβια όντα) βρίσκομαι στη ζωή, υπάρχω, είμαι ζωντανός 2. συντηρούμαι στη ζωή, πορίζομαι τα προς το ζην, αποζώ, διατρέφομαι 3. διάγω τον βίο, διαμένω, κατοικώ, περνώ τη ζωή μου («ζει στα ξένα») … Dictionary of Greek
ζω — ζω, έζησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής